Τα θαύματα της Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής
Οσία Παρασκευή Επιβατινή: Μύρια είναι τα θαύματα που τέλεσε ο Θεός από τότε που φανερώθηκε το Άγιο Λείψανο και τελεί ακόμα μέχρι σήμερα σε όσους επικαλούνται το όνομά της, που είναι αδύνατο να γραφούν.
Γιατί και χωλούς και κωφούς και παραλυτικούς και ασθενείς ψυχικά και από κάθε είδος ασθένεια και από κάθε θανάσιμο πάθος θεραπεύει και μόνο που ακουμπάς στην αγία λάρνακα φεύγει κάθε νόσημα και άφθονα σαν πηγή ανεξάντλητη χύνεται και πλημμυρίζει με ιάματα σε αυτούς που προσέρχονται με πίστη στη χάρη της.
Οι ασθενείς προστρέχουν σ’ αυτήν με ευλάβεια, ασπάζονται το άγιο λείψανό της, τοποθετούν πάνω στο άγιο κεφάλι το μαντήλι τους και φορώντας το θεραπεύονται. Σε καιρό ανομβρίας ή επιδημίας, oι Χριστιανοί τελούν λειτουργία μαζί με το ιερό λείψανο της Οσίας και δεν αποτυγχάνουν στη δέησή τους.
Αλλά και στην πατρίδα της, τους Επιβάτες, και τη διπλανή Καλλικράτεια (και σήμερα στους Νέους Επιβάτες, στη Νέα Καλλικράτεια, στην Πτολεμαΐδα, στην κωμόπολη Θεολόγος της νήσου Θάσου κ.α) αναφέρονται πολλά θαύματα και από την παράδοση και από προφορικές μαρτυρίες. Σε λίγα από αυτά θα αναφερθούμε παρακάτω.
Όταν μετακομιζόταν το ιερό Λείψανο της Οσίας από την Καλλικράτεια (όπου διατηρούνταν στο όνομά της παρεκκλήσιο) για τον Τύρνοβο, όπου ήταν η έδρα των Βουλγάρων βασιλέων, κατά τη διάβαση της ιεράς πομπής μέσω των Επιβατών, όπου περνούσε ο μεγάλος δρόμος που οδηγεί στην Αδριανούπολη, όλοι οι κάτοικοι έτρεξαν για να προσκυνήσουν το ιερό σκήνωμα. Αφού το προσκύνησαν, δόθηκε εντολή να αναχωρήσει η άμαξα, όμως τα άλογα στάθηκε αδύνατο να προχωρήσουν.
Ρώτησαν γιατί δεν προχωρούν και με μεγάλη έκπληξη έμαθαν oι υπεύθυνοι γύρω από το ιερό σκήνωμα ότι μια γριά γυναίκα ευσεβής και φιλόθρησκη με όλη της την επιθυμία ζητούσε να ασπασθεί την οσία Παρασκευή, αλλά λόγω γεροντικής αδυναμίας δε μπορούσε. Τότε έτρεξαν, έφεραν τη γριά γυναίκα και αφού αυτή ασπάσθηκε το ιερό λείψανο, τότε ξεκίνησαν τα άλογα και η άμαξα αναχώρησε.
Πολλά είναι τα θαύματα που έκανε και κάνει στους ναυτικούς, οι οποίοι με θέρμη την επικαλούνται την ώρα του κινδύνου: «Όσια Παρασκευή μου, φθάσε και σώσε με» και με την επίκληση του ονόματος της Οσίας ενισχύεται η ελπίδα σωτηρίας και με θάρρος αγωνίζονται στην τρικυμία. Όπως συνέβη το 1811 με ένα πλοίο που είχε έρθει από τη Χίο, του οποίου ο πλοίαρχος ήταν Οθωμανός.
Το πλοίο κινδύνευε, αγκυροβόλησε απέναντι από τον ιερό ναό της οσίας στους Επιβάτες, αλλά η τρομερή θαλασσοταραχή το απειλούσε με καταποντισμό. Το πλήρωμα απελπισμένο επικαλούνταν να τους σώσει η χάρη της εκκλησίας που φαινόταν. Και πράγματι, φανερώθηκε τη νύκτα στον πλοίαρχο μελανοφορούσα γυναίκα, η οποία κρατούσε στο δεξί της χέρι το σταυρό και τους είπε: «Θαρσείτε, τέκνα μου, η προσευχή σας εισακούσθη».
Σε λίγο η θαλασσοταραχή κόπασε. Το πρωί όλο το πλήρωμα μετέβη στο ναό για να προσευχηθεί και να ευχαριστήσει το Θεό για τη σωτηρία τους. Ο πλοίαρχος βλέποντας την εικόνα της φώναξε με χαρά: «Αυτήν είδα και την αναγνωρίζω! Αύτη μας έσωσε από τον θάνατο».
Και την πατρίδα της έσωσε στον καιρό της Τουρκοκρατίας. Κάποιος Τούρκος διοικητής ζητούσε επίμονα μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο ήταν αδύνατο να βρεθεί από τους Επιβατηνούς και απειλούσε διαφορετικά ότι θα τους σφάξει. Τη νύκτα παρουσιάστηκε η Οσία μπροστά του, τον χαστούκισε και του είπε:
«Εάν δεν φύγης αμέσως, θα καταστρέψω και σε και τους ανθρώπους της συνοδείας σου». Αμέσως ο Τούρκος διοικητής έδωσε διαταγή να ετοιμαστούν για να αναχωρήσουν το πρωί. Έτσι σώθηκαν οι Επιβατηνοί από βέβαιο φόνο.
Στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο ημέρα Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 1913 τα συμμαχικά βουλγαρικά στρατεύματα που έφτασαν μέχρι τους Επιβάτες υποχώρησαν για στρατιωτικούς λόγους στα βορειοανατολικά.
Την άλλη ημέρα Σάββατο 26 Φεβρουαρίου μεγάλο τουρκικό πλοίο γιομάτο φανατισμένους εθελοντές έφυγε από την Κωνσταντινούπολη. Το μεσημέρι έφτασε στους Επιβάτες με σκοπό να ερημώσει την πόλη. Επειδή και το πλοίο της γραμμής ερχόταν την ίδια ώρα του Σαββάτου από την Κωνσταντινούπολη, κατέβαιναν οι κάτοικοι στην παραλία χαρούμενοι να προϋπαντήσουν τους συγγενείς τους που έμεναν στην Πόλη.
Με έκπληξη διαπίστωσαν ότι το πλοίο της γραμμής δεν ήρθε και το πολεμικό δεν μπόρεσε να αγκυροβολήσει. Αναγκάστηκε και έστριψε, κατευθύνθηκε στο διπλανό χωριό Οικονομειό. Εκεί οι εθελοντές προέβηκαν σε σφαγές του πληθυσμού και σε πυρπόληση του χωριού.
Το ίδιο κακό θα γινόταν και στους Επιβάτες, αλλά η οσία Παρασκευή έκανε το θαύμα της, όπως ομολόγησε Τούρκος εθελοντής σταφιδέμπορος: «Μια μαυροφορεμένη γυναίκα άρπαξε την άγκυρα και εμπόδισε το πλοίο να αγκυροβολήση».
Στις τοπικές προφορικές παραδόσεις των κατοίκων της Ανατολικής Θράκης το όνομά της είναι θαυμαστό. Οι πιστοί αναφέρουν ότι τα ονόματα που φέρουν τα διπλανά από τους Επιβάτες χωριά, όπως: Οικονομειό, Εξάστερο, Αιγιαλοί, Καλλικράτεια κ.ά. τα έχει δώσει η Οσία με θαυματουργικό τρόπο.
Αν και ιστορικά δεν ευσταθεί, γιατί οι τοπωνυμίες των περισσοτέρων περιοχών υπήρχαν αιώνες πριν, δείχνει όμως την πίστη τους στις θαυματουργικές της ικανότητες. Όπως διηγούνται οι παλαιότεροι, στην Καλλικράτεια, στον τόπο που βρέθηκε το λείψανο της Οσίας, υπήρχε αγίασμα και έκανε πολλά θαύματα.
Η μνήμη της εορτάζεται, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, στις 14 Οκτωβρίου. Είναι ημερομηνία αλησμόνητη, γιατί αυτή την ημέρα (14 Οκτωβρίου 1922) οι Επιβατηνοί έφυγαν οριστικά από την πατρίδα τους. Την παραμονή το βαπόρι, ήταν έτοιμο να ξεκινήσει. Μια φουρτούνα όμως στάθηκε εμπόδιο. Αποδίδεται σε θαύμα. Το πρωί της εορτής πηγαίνουν οι κάτοικοι στο ναό και προσκυνούν την εικόνα της Οσίας με σπαραγμό ψυχής. Το μεσημέρι ξεκινάει το πλοίο. Η θάλασσα γίνεται σαν λάδι κι εξασφαλίζει καλό ταξίδι.
Αλλά και στις Σλαβικές χώρες και στη Ρουμανία έχει τελέσει και τελεί πλήθος θαυμάτων[10] γι’ αυτό και οι λαοί αυτοί την τιμούν ιδιαίτερα. Της έχουν αφιερώσει πολλούς ναούς και έχουν δώσει στα παιδιά τους το όνομά της.
Στις 26 – 27 Δεκεμβρίου του 1888, ξέσπασε πυρκαγιά στο ναό των Τριών Ιεραρχών στο Ιάσιο. Μόνο από θαύμα διασώθηκε το σκήνωμα που φυλασσόταν στο παρεκκλήσι της Ιεράς Μονής. Προηγουμένως το 1884 είχαν ξεκινήσει τα έργα ανακαίνισης στο ναό των «Τριών Ιεραρχών» στο Ιάσιο της Μολδαβίας.
Το 1888 το λείψανο μεταφέρθηκε για λόγους ασφαλείας στο παρεκκλήσι της μονής των Τριών Ιεραρχών. Τοποθετήθηκε σε ασημένια λειψανοθήκη, σκεπασμένο με ύφασμα. Στο επάνω μέρος η λειψανοθήκη είχε καπάκι και κλειδωνόταν. Το βράδυ της 26ης προς 27η Δεκεμβρίου του 1888 το παρεκκλήσι πήρε φωτιά από μια λαμπάδα που ήταν τοποθετημένη σε ξύλινο κηροπήγιο, που βρισκόταν δίπλα στη λειψανοθήκη.
Ευτυχώς οι μαθητές του διδασκαλείου της μονής την αντιλήφθηκαν, φώναξαν τους υπεύθυνους και αυτοί έτρεξαν σε βοήθεια. Μπήκαν στο παρεκκλήσι και το είδαν να φλέγεται. Από την υψηλή θερμοκρασία που είχε δημιουργηθεί έλιωσε το γυαλί από τους πίνακες των κτητόρων, το ίδιο θερμάνθηκε και ο πολυέλαιος, αν και βρισκόταν σε απόσταση από το κέντρο της πυρκαγιάς.
Σε λίγο κατέφθασε ο μητροπολίτης Ιωσήφ Νανιέσκου και οι αρχές της πόλης, με επικεφαλής το νομάρχη Λέων Νεγκρούτσι και το γενικό εισαγγελέα Ιασίου, οι οποίοι κατέγραψαν στα πρακτικά το θαύμα της διάσωσης του λειψάνου. Από ένα γράμμα που στάλθηκε στον επίσκοπο Μελχισεδέκ Στεφανέσκου του Ρόμαν μαθαίνουμε ότι κάηκε ολόκληρο το ξύλο της λειψανοθήκης χωρίς να πειραχτούν τα ρούχα της.
Οι φλόγες περιτύλιξαν το καπάκι, το οποίο έπεσε στο σώμα της, αλλά το σώμα δεν έλιωσε. Η φωτιά που είχε περιτυλίξει τη λειψανοθήκη έκαψε και το κάτω μέρος της και έφθασε έως το μικρό στρώμα που ήταν γεμισμένο με βαμβάκι και τοποθετημένο κάτω από το σώμα της Οσίας.
Το στρώμα κάηκε στο κάτω μέρος, ενώ το βαμβάκι ελάχιστα. Τα κάρβουνα έπεσαν πάνω στα ρούχα της χωρίς να τα λερώσουν. Επίσης οι κέρινες σφραγίδες που βρίσκονταν στα ρούχα της και οι οποίες προέρχονταν από το Βασίλειο Λούπου ήταν ακέραιες.
Πήραν το άγιο λείψανο, το έβαλαν στη λειψανοθήκη με την οποία είχε αρχικά μεταφερθεί από την Κωνσταντινούπολη και την τοποθέτησαν στο Άγιο Βήμα του ιδίου παρεκκλησίου, που δεν είχε φτάσει η φωτιά.
Αργότερα τοποθετήθηκε σε καινούργια λειψανοθήκη κατασκευασμένη από ξύλο κυπαρισσιού, σκεπασμένη με ασήμι, δώρο του Λούπου Μποτέζ από το Φαλτιτσένι και από δωρεές πιστών, σύντομα μεταφέρθηκε στο νέο Καθεδρικό ναό όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Ήταν καλοκαίρι του 1947 και δεν έφτανε η μεγάλη δυστυχία που προκάλεσε ο πόλεμος, έπεσε και μεγάλη ξηρασία η οποία δυσκόλεψε τη ζωή. Oι πιστοί ζήτησαν επίμονα να γίνει λιτανεία με το ιερό λείψανο σ’ όλη τη Μολδαβία.
Πηγή: ekklisiaonline.gr