Σουπιές, πολλές σουπιές σε Επανομή, Μηχανιώνα και Αγγελοχώρι
Σουπιές και χταπόδια αγαπούν τα νερά του Θερμαϊκού. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός της κοινής σουπιάς για τις ελληνικές θάλασσες βρίσκεται στο Βόρειο Αιγαίο και ειδικότερα στο Θρακικό πέλαγος και στον Θερμαϊκό κόλπο.
Σύμφωνα μάλιστα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 25-30% της αλιείας των κεφαλόποδων (καλαμάρια, σουπιές, χταπόδια) αφορούν στη σουπιά και από αυτό το ποσοστό τα 2/3 αλιεύονται στον Θερμαϊκό.
«Η σουπιά είναι ένα πολύ ενδιαφέρον είδος και η μελέτη της δίνει χρήσιμα στοιχεία. Στον Θερμαϊκό Κόλπο αλιεύεται από ψαράδες της Επανομής, της Νέας Μηχανιώνας, του Αγγελοχωρίου, ενώ στα δυτικά εντοπίζεται σε μεγάλους πληθυσμούς στις εκβολές του Αξιού, του Λουδία, του Αλιάκμονα», λέει στη Voria.gr ο καθηγητής του τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Γκάνιας.
Οι παράκτιοι αλιείς χρησιμοποιούν είτε δίχτυα είτε ειδικές παγίδες, κυρίως αυτοί των δυτικών περιοχών του Θερμαϊκού, ενώ πρόκειται για είδος που βρίσκεται σε αφθονία, αν και οι αλιείς υποστηρίζουν πως βλέπουν μια μείωση του πληθυσμού τα τελευταία δύο χρόνια.
Η βιολόγος Αλεξάνδρα Καρατζά κάνει το διδακτορικό της στο τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ πάνω στη δυναμική του πληθυσμού του Θερμαϊκού και την εκτίμηση της ηλικίας του και θα παρουσιάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς της την Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου, στη διάρκεια των εργασιών του 22ου Ετήσιου Συμποσίου της FishBase για τα Θαλάσσια Οικοσυστήματα, που γίνεται στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων του ΑΠΘ.
«Ο Θερμαϊκός κόλπος είναι ένα σημαντικό πεδίο αναπαραγωγής της σουπιάς, η οποία ως είδος είναι ανθεκτικό στις περιβαλλοντικές πιέσεις και στην αλιεία. Είναι μια θάλασσα ανοιχτή, πλούσια σε πληθυσμό και αυτό συμβάλλει στο ισοζύγιο της αλιείας γενικότερα. Στόχος μας είναι να δούμε την ηλικιακή σύνθεση της σουπιάς του Θερμαϊκού, πόσες γενιές δηλαδή υπάρχουν εδώ, γεγονός που θα μας βοηθήσει να έχουμε μια σωστή διαχείριση του είδους», εξηγεί ο κ. Γκάνιας, επιβλέπων καθηγητής της έρευνας.
Η Αλεξάνδρα Καρατζά συνεργάζεται με παράκτιους αλιείς του Θερμαϊκού, επιβιβάζεται στα σκάφη και μελετά τις σουπιές που ψαρεύονται. Καταγράφει τις διαστάσεις, το βάρος τους, ενώ από το ράμφος μπορεί να εκτιμήσει την ηλικία τους.
Είναι η πρώτη φορά που γίνεται μια τέτοια καταγραφή για τη δυναμική του πληθυσμού και την ηλικιακή δομή του είδους.
Η σουπιά είναι ένα κεφαλόποδο που ακολουθεί συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης. Το θηλυκό αποθέτει τα αβγά του σε ρηχά και ζεστά νερά. Μετά από 1-1,5 μήνα εκκόλαψης, τα νεαρά άτομα βγαίνουν και ταξιδεύουν προς τα βαθιά για περίπου έναν χρόνο. Στη συνέχεια τα θηλυκά θα επιστρέψουν και πάλι στα ρηχά για να αφήσουν τα αβγά τους. Δεν είναι ακόμη γνωστό αν επιστρέφουν στο ίδιο σημείο, όπως συμβαίνει με τις θαλάσσιες χελώνες, «αλλά θα είχε ενδιαφέρον να το μάθουμε κάποια στιγμή», επισημαίνει ο κ. Γκάνιας.
Για την αλιεία της σουπιάς οι ψαράδες χρησιμοποιούν κυρίως μανωμένα δίχτυα, δίχτυα δηλαδή με τρία φύλλα, ώστε να εγκλωβίζονται τα άτομα, καθώς στα μονά δίχτυα, λόγω του γλοιώδους δέρματός τους, γλιστρούν και ξεφεύγουν.
Στις δυτικές ακτές του Θερμαϊκού οι ψαράδες χρησιμοποιούν μεγάλες ιχθυοπαγίδες, όπως αυτές που κατασκευάστηκαν στο πλαίσιο του έργου Eco-Sepia, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα ΕΠΑλΘ 2014-2020 (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας και Θάλασσας).
Σύμφωνα με τον κ. Γκάνια, ο οποίος ήταν συντονιστής του έργου, η καινοτομία σε αυτές τις παγίδες έγκειται στο ότι είναι οικονομικά αποδοτικές και περιβαλλοντικά φιλικές.
Η αλιευτική περίοδος της σουπιάς είναι από τα μέσα του χειμώνα ώς τις αρχές του καλοκαιριού. Την περίοδο αυτήν το είδος μεταναστεύει προς τα ρηχά, καθώς ξεκινά η αναπαραγωγή και έτσι βρίσκεται σε αφθονία.
Ως αλίευμα η σουπιά απαντάται σχεδόν σε όλες τις θάλασσες με τους μεγαλύτερους πληθυσμούς να εντοπίζονται στον βορειοανατολικό Ατλαντικό, στις βόρειες ακτές της Ισπανίας και στην Αγγλία. Ειδικά για τον ευρωπαϊκό χώρο, απαντάται σε όλη τη Μεσόγειο, ενώ η παγκόσμια γεωγραφική της εξάπλωση βρίσκεται από τα νησιά Σέτλαντ και τη νότια Νορβηγία, όπου είναι και το βορειότερο όριο εντοπισμού, μέχρι τα σύνορα μεταξύ Μαυριτανίας και Σενεγάλης.
Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά του είδους, έχει σώμα σε σχήμα ωοειδές με 10 πλοκάμια και βεντούζες. Τα μάτια του είναι τεράστια και ο εγκέφαλός του ιδιαίτερα αναπτυγμένος, ενώ στη ράχη, κάτω από δέρμα, έχει το σήπιον, ένα ασβεστολιθικό όστρακο που συγκρατεί το σώμα.
Κολυμπά πάντα προς τα πίσω, εκτοξεύοντας νερό από τον σιφώνα και το αρσενικό διακρίνεται από μία άσπρη γραμμή στα πίσω πτερύγια. Το μήκος τους φτάνει τα 30 cm σε υποτροπικές περιοχές και τα 49 cm σε εύκρατες κυρίως περιοχές.
Το μελάνι δεν τη σώζει πάντα
Η σουπιά είναι γνωστή ως είδος αλιεύσιμο και μέρος της διατροφής ήδη από την αρχαιότητα, πιθανόν μάλιστα η ονομασία της να προέρχεται από το ρήμα σήπτομαι-σαπίζω, καθώς οι αρχαίοι πίστευαν πως το μελάνι που χρησιμοποιεί για να ξεφεύγει από τους διώκτες της είχε αναισθητικό.
Ο όρος σουπιά εμφανίστηκε στα τέλη του 12ου αιώνα, ως προερχόμενος από τη λατινική λέξη Sepia, η οποία περιέγραφε το μελάνι.
Για τους αρχαίους Έλληνες ήταν εκλεκτό έδεσμα, ψαρευόταν παντού και υπήρχαν αρκετά τοπωνύμια με το όνομα αυτό, όπως λ.χ. η Σηπίας Άκρα (στην κατάληξη του Πηλίου στη Μαγνησία), όπου κατά τον Ηρόδοτο εκεί ήταν η ιερή ακτή της Θέτιδας, και κατά τον Στράβωνα στο σημείο εκείνο μια φοβερή θαλασσοταραχή συνέτριψε τον στόλο του Ξέρξη.
Ο Αριστοτέλης την αποκάλεσε ως το «πανουργότατον των μαλακίων», αναφερόμενος στη συνήθεια του είδους να κολυμπά σε ζεύγη και να βγάζει μελάνι όταν νιώθει ότι απειλείται.
Η σουπιά είναι η δεύτερη σε κατανάλωση παγκοσμίως στην κατηγορία των κεφαλόποδων με τους Ασιάτες να είναι οι κύριοι καταναλωτές της.
Στην Ελλάδα είναι μετά το χταπόδι το δεύτερο μεγαλύτερο σε ποσότητα αλίευσης είδος, με τη μέση παραγωγή να αγγίζει το 31% της συνολικής παραγωγής των κεφαλόποδων.
Καταναλώνεται ευρέως, ιδιαίτερα τις περιόδους της νηστείας, και αποτελεί σημαντική πηγή πρωτεΐνης, βιταμινών Β και Β12, μετάλλων και ιχνοστοιχείων.
Το μελάνι της χρησιμοποιείται, εκτός από τη μαγειρική, στη φαρμακολογία και την κοσμετολογία.