Σαν σήμερα κάνει πρεμιέρα το “Αξιον Εστί” (ΒΙΝΤΕΟ)
Σαν σήμερα, στις 19 Οκτωβρίου του 1964, το λαϊκό ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη «Άξιον Εστί» σε στίχους Οδυσσέα Ελύτη κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Ρεξ της Αθήνας.
Πρόκειται για ένα από τα πιο εμβληματικά καλλιτεχνικά δημιουργήματα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.
Τα ονόματα των συντελεστών προκαλούν δεός.
Οδυσσέας Ελύτης, ποιητική σύνθεση
Μίκης Θεοδωράκης, μουσική σύνθεση και ενορχήστρωση
Μάνος Κατράκης, αφηγήτης
Θεόδωρος Δημήτριεφ, ψάλτης
Γρηγόρης Μπιθικώτσης, λαϊκός τραγουδιστής
Μικτή Χορωδία Θάλειας Βυζαντίου
Πώς δημιουργήθηκε το «Άξιον εστί»
Στη βιογραφία για τη ζωή του Μίκη Θεοδωράκη με τίτλο «ΑΞΙΟΣ ΕΣΤΙ», του Γεώργιου Π. Μαλούχου, που επανεκδόθηκε από «ΤΑ ΝΕΑ» το 2018, ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται πώς γεννήθηκε το εμβληματικό αυτό μουσικό έργο.
«Όλη η ιντελιγκέτσια πήγαινε στο καφέ το Λουμίδη νωρίς, στη Σταδίου, απέναντι από την Κλαυθμώνος (…) Εκεί λοιπόν έπινα τον καφέ μου και ήρθε και με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης, τον οποίο ήξερα. Μου λέει: ‘Μόλις τελείωσα μια ποιητική σύνθεση, το Άξιον Εστί, τη γράφω πολλά χρόνια και θα κυκλοφορήσει αυτόν τον καιρό. Πιστεύω ότι είναι ένα ποιήμα που θα σας οδηγήσει να κάνετε κάτι άλλο, πιθανώς μια λειτουργία, ένα ορατόριο, θα σας εμπνεύσει. Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, γιατί απ’ ό,τι άκουσα από τα άλλα έργα σας, νομίζω ότι του ταιριάζει πολύ η μουσική σας»
Ο Θεοδωράκης τον ευχαρίστησε και του έδωσε τη διεύθυνσή του στο Παρίσι , όπου θα έμενε για κάποιο διάστημα.
«Σε λίγες μέρες ο ταχυδρόμος μού έφερε το βιβλίο του, το οποίο καταβρόχθισα και άρχισα να γράφω τη μουσική. Δεν προλάβαινα στο πεντάγραμμο, τα περισσότερα τα έγραψα στο πλάι. Σε μια εβδομάδα είχα τελειώσει όλο το έργο, πλην του φινάλε, του δοξαστικού. (…)
Για τον τρόπο που μελοποιήθηκε το «’Αξιον εστί» ανεφέρεται ο Μίκης Θεοδωράκης, στις σημειώσεις του για το έργο, που δημοσιεύονται στην επίσημη ιστοσελίδα του, www.mikistheodorakis.gr
» Τους μελοποίησα [τους στίχους] αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική.
»Αλλά δεν ήξερα τι να το κάνω. Να κάνω ένα έργο για τις συναυλίες πάλι, ορχήστρες και λοιπά, ή έπρεπε να κάνω ένα έργο λαϊκό; (…) Οπωσδήποτε έπρεπε να χρησιμοποιήσω μέσα και συμφωνική ορχήστρα και χωρωδία και λόγιο τραγουδιστή. Όλα αυτά έπρεπε να τα συνδυάσω, ήταν τελείως πρωτόγνωρα.
»Έπρεπε να βρω μια ισορροπία, ώστε το έργο αυτό να μην είναι μακριά από την ευαισθησία του κόσμου. Ήξερα ότι ο κόσμος είναι ανώριμος ακόμη στο συμφωνικό ήχο, όπως και στο χορωδιακό, ότι ήθελε λαϊκά όργανα, λαϊκή φωνή. (…)
»Ήθελα να μιμηθώ απολύτως το εκκλησιαστικό ύφος, αλλά και ο Ελύτης δεν είχε αντίρρηση, διότι μιλούσε πάντα για μια λαϊκή λειτουργία. Είχαμε λοιπόν τον ψάλτη, είχαμε το λαϊκό τραγουδιστή είχαμε και τον ευαγγελιστή, ο οποίος θα διάβαζε»