“Εγκατάσταση προσφύγων στην Περαία”, του Αντώνη Μαντζάρη
Ενδιαφέρουσα ανάρτηση από τον πρώην δήμαρχο Αντώνη Μαντζάρη για την εποχή που οι πρόσφυγες μετά την Μικρασιατική καταστροφή, ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Περαία:
“ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΑΙΑ
Στις αρχές του Οκτώβρη ήρθαν ο Εποικισμός και η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ). Μας έφεραν μόνο σκηνές, ρυμοτόμησαν τα 624 στρέμματα του λόφου και μοίρασαν με κλήρο τα οικόπεδα. Μοίρασαν τους κλήρους σε τρεις σακούλες, μία για κάθε ράτσα, για να γίνουν οι γειτονιές σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής των κατοίκων. Ξεκινώντας από την ανατολή, οι δυο πρώτοι δρόμοι (σήμερα Αγν. Στρατιώτου και Μ. Αλεξάνδρου) δόθηκαν σε Μικρασιάτες, που η καταγωγή τους ήταν από τα Καράμπουρνα. Οι επόμενοι τρεις δρόμοι (σήμερα Κύπρου, Μεταμορφώσεως, Κων/πόλεως) σε Θρακιώτες, που κατάγονταν από τη χερσόνησο της Καλλίπολης, και οι δυο τελευταίοι (σήμερα Σμύρνης και Εθν. Συμφιλίωσης) σε Σμυρνιούς, που ήρθαν από τα χωριά Τζιμόβασι και Σεβντίκιοϊ. Για να γίνεται ευκολότερη η συνεννόηση, κάθε ράτσα είχε τον πρόεδρό της, οι Θρακιώτες τον Κωστή Ζόπτσο, οι Καραμπουρνιώτες το Γιώργο Καρακώστα, οι Τζιμοβαλήδες τον Τζώρτζη Γεωργιάδη. Οι συνθήκες διαβίωσης τον πρώτο καιρό ήταν απερίγραπτες.
Στοιβαγμένοι σε σκηνές, στερούμασταν και τα πλέον απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης. Χωρίς ρούχα, χωρίς σκεπάσματα, είχαμε να αντιμετωπίσουμε την ελονοσία και τη φυματίωση, που άρχισε σιγά-σιγά να μας θερίζει, καθώς και άλλες αρρώστιες. Φάρμακα πουθενά, γιατρός κανένας! Δεν μας έφταναν όλα αυτά, μα ήμασταν αντιμέτωποι και με δυο άλλους απρόβλεπτους παράγοντες, το βαρδάρη και το χειμώνα. Ο βαρδάρης ήταν αέρας πρωτόγνωρος για μας. Όταν έπιανε, σάρωνε στο διάβα του ό,τι έβρισκε. Κι αν, όπως λέγανε, «ήταν με τα παιδιά του», κρατούσε μέρες κι έφερνε μαζί βροχή ή χιόνι, που έκαναν τη ζωή μας μαρτύριο. Μάλιστα «σαν αγναντινά», το χειμώνα του 1923, όπως έλεγε η μάνα μας, άρχισε να χιονίζει από τα τέλη του Νοέμβρη μέχρι τον Απρίλη του 1924! Και τι χιόνι, ένα μπόι, να χάνεσαι μέσα του, να μουσκεύεις και ο βαρδάρης να σε πιρουνιάζει! Εδώ πρέπει να αναφερθεί ο άνθρωπος που πολεοδόμησε το χωριό σε κάναβο. Είχε επτά δρόμους με προσανατολισμό από βορρά προς νότο, για να βλέπουν τη θάλασσα, και πέντε κάθετους με προσανατολισμό ανατολή – δύση.
Λεγόταν Γιάννης Οργανίδης και η οικογένειά του ήταν από την Αμισό (Σαμσούντα) του Πόντου, η μόνη ποντιακή οικογένεια στο χωριό μας. Καταγόταν από πλούσιο σόι της Αμισού και είχε σπουδάσει στο Πολυτεχνείο της Οδησσού. Μόλις πήραμε τα οικόπεδα, κάναμε συνεργεία –άντρες, γυναίκες, παιδιά– και πήγαμε στο ανατολικό ρέμα, όπου υπήρχε άφθονο νερό. Παίρναμε χώμα από τις πλαγιές των λόφων, το ανακατεύαμε με ξερόχορτα ή άχερα, που φέρναμε από τα χωριά Επανομή, Τρίλοφο και Πλαγιάρι, το κάναμε λάσπη και μετά κόβαμε πλιθιά. Εκτός από αυτά τα πλιθιά, χρειαζόμαστε για τα θεμέλια και πέτρες. Το μόνο μέρος που είχε πέτρες ήταν τα πέτρινα σπίτια του Χατζή Μπαλή. Ο Χατζημπαλής ήταν ο μπέης της περιοχής, στον οποίο δουλεύανε ως κολίγοι αρκετοί κάτοικοι των γύρω ντόπιων μακεδονίτικων χωριών Το κονάκι –σκέτο παλάτι– και τα υποστατικά του κάλυπταν έκταση 10 στρεμμάτων. Αυτό το θαυμαστό συγκρότημα, μέσα στην απελπισία μας, δυστυχώς το καταστρέψαμε για να πάρουμε τις πέτρες, γιατί στους λόφους μας πουθενά δε λαΐζει πέτρα, παρά μόνο αμμοχάλικο και χώμα.
– Μπαρμπα-Γιάννη, είπα σ’ έναν Καλλιπολίτη που είχε δυο γαϊδουράκια, θα μου τα δώσεις να κουβαλήσω πέτρες απ’ του Χατζήμπαλη;
– Θα στα δώσω, Αλέκο, αλλά θέλω μπροστάντζα δυο φορτία για μένα. Συμπλήρωσα όσες πέτρες χρειαζόμασταν και με τα πλιθιά, που είχαμε κάνει όλοι μαζί, κτίσαμε το πλίθινο σπίτι μας. Με μερικά ξύλα και κεραμίδια, που μας έδωσε ο Εποικισμός, το σκεπάσαμε.
Απόσπασμα από το βιβλίο μου
ΧΑΜΕΝΕΣ ΓΕΝΙΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ εκδόσεις Μπαλτά”