Ο βίος του γέροντα Βασίλειου Καυσοκαλυβίτη
Διαβάστε την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία του γέροντα Βασίλειου Καυσοκαλυβίτη ο οποίος μια μέρα σαν κι αυτή έφυγε από κοντά μας…
Ο γέροντας Βασίλειος ο Καυσοκαλυβίτης γεννήθηκε στην Κρήτη το 1922, αλλά μεγάλωσε στην Κόρινθο. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στο Λουτράκι. Εκεί δούλευε ως καροποιός με την τέχνη του ροδά στο εργαστήριο του πατέρα του. Γράμματα πολλά δε γνώριζε. Είχε όμως, μεγάλη επιθυμία από μικρός να γνωρίσει τα γράμματα του Θεού, γι αυτό είχε τάξει από μικρός να γίνει μοναχός. Η κλήση του αυτή ήταν τόσο εμφανής, ώστε οι συγγενείς κι οι συμμαθητές του από πολύ μικρό τον αποκαλούσαν «ο καλόγερος». Ξεχώριζε από τ΄ άλλα παιδιά της ηλικίας του. Στο σχολείο ή στο σπίτι προτιμούσε να αγιογραφεί, αντί να παίζει όπως έκαναν όλα τα παιδιά.
Αν κι είχε μεγάλο πόθο να γίνει μοναχός βρέθηκε σε ηλικία δεκαεννέα ετών παντρεμένος με μια συνομήλικη κοπέλα από το Λουτράκι. Μέσα στη φτώχεια μεγαλώσανε και τα τέσσερα παιδιά τους. Ενώ, η Ελλάδα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, πατέρας δύο παιδιών πλέον, υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό. Μετά από πέντε χρόνια επέστρεψε στο Λουτράκι όπου εργάστηκε ως καροποιός αρχικά κι έπειτα ως μαραγκός. Οι δυσκολίες της ζωή ενίσχυαν την πίστη του και τις αντιμετώπιζε πάντα με προσευχή. Ιδιαίτερα ευλαβούνταν την Παναγία μας.
Όταν έφυγε από τη ζωή η σύζυγός του, εκείνος έφυγε για το Άγιο Όρος. Δεν παρέλειψε προηγουμένως να τακτοποιήσει και τα τέσσερα παιδιά του. Στο Άγιο Όρος δεν κάθισε πολύ. Πήρε την καλύβη του και μετά πήγε στα Ιεροσόλυμα, στον Πανάγιο Τάφο. Εκεί τον διαβάσανε κι έλαβε το μικρό αγγελικό σχήμα. Προηγουμένως, τον είχε διαβάσει αναγνώστη και τη ρασοευχή ο πατέρας Χρυσόστομος ο Γρηγοριάτης στην εκκλησία που ο γέροντας είχε χτίσει στα Κοιμητήρια του Λουτρακίου. Η συγκεκριμένη εκκλησία τιμάται στην Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα και στον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη. Αναγνώστη τον διάβασε κι ο μακαριστός μητροπολίτης Κορίνθου Παντελεήμων, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε για την επιθυμία του να καρεί μοναχός είπε : «Αυτός θέλει να πεθάνει για να ζήσει!»
Μετά από πέντε χρόνια διακονίας στον Πανάγιο Τάφο γύρισε στο Άγιο Όρος, όπου εκάρη Μεγαλόσχημος μοναχός. Ανάδοχο είχε τον γέροντα Λουκά. Στο Άγιο Όρος, μέχρι να ετοιμαστεί το κελί του, έμενε για ένα διάστημα μέσα σε σπήλαιο. Εκεί, με αυστηρή νηστεία και αδιάλειπτη προσευχή, μακριά από τις συνήθεις μέριμνες της καλύβης ζούσε με απόλυτη προσευχή και προσήλωση στο Θεό. Για το χρονικό διάστημα της παραμονής του στη σπηλιά έλεγε: «Είναι πάρα πολύ δύσκολο να μένεις σε σπηλιά, αλλά όπως ξέρουμε όλοι ό,τι είναι αδύνατο για τον άνθρωπο, είναι δυνατό για τον Θεό! Όταν καταφέρει ο άνθρωπος ν΄ αποκτήσει την ταπείνωση, την υπομονή και την πίστη όλα γίνονται, όλα είναι δυνατά!»
Από τη σπηλιά έφυγε όταν ετοιμάστηκε η καλύβη του στα Καυσοκαλύβια. Το 1987 εστάλη από το Άγιο Όρος στο μοναστήρι της Κλεισούρας στην Καστοριά. Η διακονία του εκεί ήταν υποδειγματική κι απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης του μακαριστού Μητροπολίτη Καστοριάς Γρηγορίου. Κατά την εκεί παραμονή του έγιναν και κάποια θαύματα στο χώρο του μοναστηριού. Έπειτα, επέστρεψε και πάλι στην καλύβη του στο Άγιον Όρος απ΄ όπου, εξαιτίας της επιβαρυμένης υγείας του, αναχώρησε οριστικά το έτος 2007 όπου εφιλοξενείτο από μία οικογένεια στα Πεύκα θεσσαλονίκης.
Έξω από το Άγιον Όρος, στον κόσμο πλέον και σε προχωρημένη ηλικία ο γέροντας Βασίλειος διακονούσε τον κόσμο μέσα από τη διαρκή διδασκαλία του θείου λόγου. Διακρινόταν για την ταπείνωση, την καρτερία του, το ασκητικό του πνεύμα και την ανεξάντλητη, χριστιανική αγάπη του. Αγαπούσε πολύ να χτίζει εκκλησιές και μέχρι την κοίμησή του έχτισε συνολικά οχτώ εκκλησίες.
Την 18η Οκτωβρίου 2015 ο γέροντας Βασίλειος απεδήμησε είς Κύριον. Ετάφη, κατ΄ επιθυμία του, στο Παλαιόκαστρο Κοζάνης, στον τόπο όπου θεμελιώθηκε η τελευταία του εκκλησία. Ο τάφος του βρίσκεται στον περίβολο του Ι.Ν. Προφήτη Ηλία του νεκροταφείου.
Ο γέροντας Βασίλειος γεννήθηκε σε πόλεμο, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία σε πόλεμο κι όλη του τη ζωή πολέμησε τον Πονηρό με την αυστηρή νηστεία, την αδιάλειπτη προσευχή, την ταπείνωση και κυρίως την Πίστη του στον Θεό. Συνήθιζε χαρακτηριστικά να λέει: « Το μεγαλύτερο όπλο που έχουμε εμείς οι Ορθόδοξοι είναι πρώτα η πίστη, η οποία ενδυναμώνεται από τον σταυρό. Όταν έχεις τον σταυρό η πίστη σου δυναμώνει! Δεν έχεις τον σταυρό; Η πίστη σου δε δυναμώνει! Όταν πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός και δε σηκώνεις τον σταυρό του, τότε δεν πιστεύεις τ ί π ο τ α! Εφόσον πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός πρέπει να σηκώσεις και τον σταυρό που σου δίνει κι όπως σου τον δώσει! Διότι ο Θεός δίνει στον άνθρωπο τον σταυρό του ανάλογα με τις δυνάμεις του. Βλέπει τα πάντα, είναι Παντογνώστης, Καρδιογνώστης και βλέπει τη δύναμή σου κι ανάλογα με τη δύναμή σου, σού δίνει και το σταυρό σου! Και π ρ έ π ε ι να τον σηκώσεις!»
Σε κάποια συνομιλία του ο γέροντας μίλησε και για το χειρότερο όπλο, λέγοντας:
« Υπάρχει χειρότερο όπλο από τη γλώσσα που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει; Μπορεί η γλώσσα να κάνει τον άνθρωπο να είναι πολύ καιρό τραυματισμένος. Γι αυτό λοιπόν, όταν κάποιον τον κεντρίζει ο διάβολος και του λέει ότι “Δεν έχεις κάνει τίποτα. Mην πας να εξομολογηθείς. Τι θα πας να πεις στον παπά;”. Δεν το λέει ο άνθρωπος, αλλά ο Πειρασμός. Εκείνη την ώρα που έρχεται ο κακός λογισμός, εκείνη την ώρα πρέπει να πει: “Είμαι ένοχος, Κύριε! Θεέ μου, είμαι έ ν ο χ ο ς! Συγχώρεσέ με!” Δηλαδή, να ταπεινωθεί κι αμέσως σκορπάει ο σατανάς. Ξεκινάει , τότε και πάει στον πνευματικό του και λέει έστω κι αυτό που συνέβη στο δρόμο τη στιγμή εκείνη. Πρέπει να το πει με συντριβή καρδιάς κι εκείνο που μετράει πολύ να πούμε είναι “Είμαι ένοχος! Συγχώρεσέ με, Θέε μου!” Τότε υποχωρεί ο σατανάς, έτσι τον σκοτώνεις τον σατανά μόνον! Ο διάβολος σκοτώνεται με την ταπείνωση, με την υπομονή και με την αγάπη!»
«Άνθρωπε! ω άνθρωπε! σκέψου και συλλογίσου,
Δυο πόρτες έχει η ζωή, μία είναι η δική σου.
Φαρδιά η της κολάσεως, στενή του Παραδείσου!»
Διαλέγεις και παίρνεις.
Πηγή: http://gerontasvasileios.gr/ Επιμέλεια: Δώρα Τσιτσή