Ο Γιώργος Χατζηβαλάσης για τον Χρυσόστομο Σμύρνης: “Ο προστάτης Άγιος των Μικρασιατών”
Πολύ ενδιαφέρουσα ανάρτηση απο τον επικεφαλής της “Δράσης Πολιτών”, Γιώργος Χατζηβαλάση, για τον Μητροπολίτη Σμύρνης, Χρυσόστομο, ο οποίος σαν σήμερα στις 27 Αυγούστου του 1922 βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε βρίσκοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο.
Διαβάστε αναλυτικά:
“Χρυσόστομος Σμύρνης, ο προστάτης Άγιος των Μικρασιατών
Ήταν Έλληνας Μικρασιάτης θεολόγος και επίσκοπος που διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας και Σμύρνης.
Την περίοδο 1902-1910 διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας και Φιλίππων με σημαντική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα. Από το 1910 έως και τον μαρτυρικό του θάνατο διετέλεσε Μητροπολίτης Σμύρνης με πρωτοβουλίες για τον αθλητισμό, την παιδεία και την κοινωνική πρόνοια της πόλης.
Αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, παρά την προσφορά ασφαλούς διαφυγής σε αυτόν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, και κατακρεουργήθηκε από τον φανατισμένο τουρκικό όχλο κατά την ανακατάληψη της Σμύρνης από τον τουρκικό στρατό στη Μικρασιατική Καταστροφή, στις 27 Αυγούστου 1922.
Γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1867 στην Τρίγλια της Βιθυνίας (επαρχία Προύσας), στην Προποντίδα της Μικράς Ασίας. Ήταν γιος του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμονίδου, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά οκτώ παιδιά, τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και αντιπροσώπευε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων. Επίσης, αναμιγνυόταν στα κοινά και εκλεγόταν δημογέροντας.
Ο Χρυσόστομος εκδήλωσε νωρίς την επιθυμία του να γίνει κληρικός. Οι γονείς του έγιναν αρωγοί στην επιθυμία του, πουλώντας ακίνητη περιουσία και στέλνοντάς τον οικότροφο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου είχε την τύχη να τον γνωρίσει ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Βαλιάδης, ο οποίος εκτίμησε τις επιδόσεις του και ανέλαβε τα έξοδα της φοίτησης του.
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄). Στις 18 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τον Χρυσόστομο και τον χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη θέση αυτή προήδρευσε μικτής επιτροπής Ορθοδόξων και Αγγλικανών με θέμα την ένωση των δύο Εκκλησιών.
Την Μεγάλη Παρασκευή του 1901 απομακρύνθηκε από τον Οικουμενικό Θρόνο ο Κωνσταντίνος Ε΄ και κατόπιν επανεξελέγη Πατριάρχης ο δυναμικός Ιωακείμ Γ΄. Και αυτός εκτίμησε τα προσόντα του Χρυσοστόμου, και έτσι εκλέγεται παμψηφεί, στις 23 Μαΐου 1902 Μητροπολίτης Δράμας. Την ημέρα της εκλογής του, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη, είπε τα εξής προφητικά: «Εν όλη τή καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου», πράγμα που έγινε 20 χρόνια αργότερα.
Μητροπολίτης Δράμας
Η άφιξη και η ενθρόνιση του Χρυσοστόμου στη Δράμα έγινε στις 22 Ιουλίου 1902. Ως πρώτο μέλημά του έθεσε την ενίσχυση της Ελληνικής Κοινότητας, των φιλεκπαιδευτικών σωματείων και των Ελληνικών σχολείων. Με πρωτοβουλία του ανεγέρθηκε πληθώρα ελληνικών σχολείων όπως το καλλιμάρμαρο Γυμνάσιο Αρρένων Δράμας με σχήμα κάτοψης Ε, συμβολίζοντας τη λέξη Ελλάδα και Ελευθερία. Τα Εκπαιδευτήρια Δράμας κτίσθηκαν το 1907 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου[6]. Το κτίριο θεμελιώθηκε το 1907 και οι εργασίες περατώθηκαν το 1909, κατά τη δεύτερη περίοδο αρχιερατείας του Χρυσοστόμου στη Δράμα, έπειτα από πολλές διακοπές και παρεμβάσεις της οθωμανικής διοίκησης. Η δαπάνη καλύφθηκε από την οικογένεια Μελά, από προαιρετικές εισφορές των κατοίκων της Δράμας, αλλά και από ενοίκια της ακίνητης περιουσίας της μητρόπολης Δράμας, ενώ στην ανέγερση βοήθησαν τεχνίτες της περιοχής. Στο κτίριο, με σχήμα κάτοψης Π με σαφή αναφορά στη λέξη Πατρίδα, στεγαζόταν παρθεναγωγείο και αρρεναγωγείο.
Ταυτόχρονα ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος πραγματοποιούσε περιοδείες στις ελληνικές κοινότητες που δέχονταν τη βουλγαρική πίεση και προπαγάνδα, όπως η Προσοτσάνη και ο Βώλακας. Οι Βούλγαροι επιχειρούσαν συστηματικά με απειλές, βιαιότητες και δολοφονίες να εξαναγκάσουν τους Έλληνες να προσχωρήσουν στη βουλγαρική Εξαρχία. Και αυτό γιατί η Εκκλησιαστική ενσωμάτωση των κατοίκων μιας περιοχής ήταν ο πρόδρομος της εδαφικής προσάρτησής της, όταν αργότερα θα διαλυόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του κορυφώθηκε ο ανταγωνισμός Ελλήνων και Βουλγάρων για την προσάρτηση της Μακεδονίας. Αντιμετώπισε την τρομοκρατικές ενέργειες του βουλγαρικού κομιτάτου και ανέπτυξε έξοχη εθνική δράση, συγκρατώντας τους πεπλανημένους, ενθουσιάζοντας τους λιγόψυχους και αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διεύθυνση του Αγώνα.
Παράλληλα, έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό στη Δράμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο ενώ ίδρυσε και μουσικούς ομίλους. Επίσης φρόντισε για την ανέγερση οικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύοντας και πολλά φιλανθρωπικά καταστήματα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα.
Η εθνική αυτή δράση του Χρυσοστόμου ανησύχησε την τουρκική διοίκηση, η οποία και αναφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επιτυγχάνοντας την ανάκλησή του από Μητροπολίτη τον Οκτώβριο του 1907. Διασώζεται το γεγονός πως ο Χρυσόστομος αναχώρησε από τη Δράμα συνοδευόμενος έως το σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης από ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό της. Ο Ιεράρχης μετέβη και παρέμεινε στην Τρίγλια, τη γενέτειρά του, στα παράλια της Μικράς Ασίας. Το 1908 παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς γενική αμνηστία με την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έτσι ο Χρυσόστομος βρήκε την ευκαιρία να επιστρέψει στο ποίμνιό του στη Δράμα τον Αύγουστο του 1908.
Ο Χρυσόστομος ανέπτυξε συνεργασία με την Δημογεροντία της Δράμας και οργάνωσε σώματα Μακεδονομάχων, ντόπιων αλλά και προερχόμενων από την ελεύθερη Ελλάδα. Επίσης, η αλληλογραφία του Χρυσοστόμου με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τους Προξένους αλλά και τις Ελληνικές Αρχές, ήταν συνεχής με σκοπό να γίνουν γνωστά τα μαρτύρια των Ελλήνων της Μακεδονίας, από τους Βούλγαρους κομιτατζήδες, και να συγκεντρωθεί η απαραίτητη βοήθεια.
Το 1909 κτίσθηκαν με πρωτοβουλία του Χρυσοστόμου τα Εκπαιδευτήρια στην Προσοτσάνη Δράμας, όπου συστεγάστηκαν η Αστική Σχολή Αρρένων και το Παρθεναγωγείο.
Η ακατάπαυστη δραστηριοποίηση του Χρυσοστόμου σε όλα τα επίπεδα για την προάσπιση του Ελληνισμού ενάντια στις βιαιότητες των Κομιτατζήδων για τον εκβουλγαρισμό του, οδήγησε για μια ακόμη φορά, να του απαγορεύσουν τις επισκέψεις στα χωριά της Δράμας. Οι συνεχείς συγκρούσεις Ελλήνων και Βουλγάρων αποδίδονται από τους Άγγλους παρατηρητές στον Χρυσόστομο. Έτσι, Οθωμανοί και Βούλγαροι βρήκαν αφορμή για μια ακόμη φορά να ζητήσουν την απομάκρυνσή του με τη δικαιολογία των τουρκικών αρχών ότι η παρουσία του Χρυσοστόμου προκαλεί τη διασάλευση της τάξης. Τελικά πέτυχαν τη δεύτερη και οριστική απομάκρυνσή του Χρυσοστόμου από τη Δράμα τον Ιούνιο του 1909 και ο Ιεράρχης μετέβη και πάλι εξόριστος στη γενέτειρά του.
Μητροπολίτης Σμύρνης
Στις 11 Μαρτίου 1910 ο Χρυσόστομος μετετέθη στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη Σμύρνη συνέχισε τους εθνικούς αγώνες, οργανώνοντας μάλιστα πάνδημο συλλαλητήριο ώστε να καταγγείλει αφενός τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, αφετέρου δε την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα.
Το πολύπλευρο έργο του επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα της κοινοτικής ζωής -ποιμαντικό, εθνικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, φιλανθρωπικό – με πρωτοποριακή πρωτοβουλία το μεγάλο κοινωνικό έργο δημιουργίας ευαγών ιδρυμάτων και αθλητικών εγκαταστάσεων για τη νεολαία. Ενδεικτικά με έμπνευση και ενέργειες του Χρυσοστόμου δημιουργήθηκε στη Σμύρνη το γήπεδο του Πανιωνίου Γυμναστικού Συλλόγου Σμύρνης, έχοντας μάλιστα καθοριστική παρέμβαση για την απόρριψη πρότασης πώλησης της έκτασης που είχαν καταθέσει οι Άγγλοι. Συγκεκριμένα, με εισήγηση του μητροπολίτη Χρυσοστόμου η Δημογεροντία και η Κεντρική Επιτροπή παραχώρησαν έκταση 105 στρεμμάτων, αν και είχαν δελεαστική προσφορά 100.000 λιρών από Άγγλους, για να την πουλήσουν. Εκεί κτίστηκε το νέο στάδιο του Πανιωνίου Συλλόγου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1912 στους ΙΔ΄ Πανιώνιους Αγώνες. Το νέο Στάδιο περιλάμβανε στίβο περιμέτρου 334 μέτρων, γήπεδο ποδοσφαίρου διαστάσεων 95×65 μ., γυμναστήριο εξοπλισμένο με σύγχρονα όργανα, εξέδρα για 7.000 θεατές, αποδυτήρια και γραφεία.
Κατά τον πρώτο διωγμό (επί Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) βοήθησε πολλούς Έλληνες με ναυλωμένα πλοία να διασωθούν σε ασφαλείς τόπους. Παράλληλα, επικοινωνούσε συνεχώς με Οθωμανούς αξιωματούχους και εξηγούσε με συνεντεύξεις κι επιστολές για τον διωγμό των Ελλήνων της Ανατολής σε πρόσωπα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο Γερμανός πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη γράφει για τον Μητροπολίτη Σμύρνης «… εξήρθη εις το ύψος του καλύτερου επί της γης κλήρου».
Η πολυσχιδής δράση του υπέρ του Ελληνισμού θορύβησε έντονα τις τουρκικές αρχές και οδήγησε τον υπουργός θρησκευμάτων του Σουλτάνου να ζητήσει την ανάκληση του από την Σμύρνη.
Στις 20 Αυγούστου 1914 Τούρκοι αστυνομικοί απομακρύνουν τον Μητροπολίτη και τον οδηγούν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Χρυσόστομος επιστρέφει στη Σμύρνη μετά την Ανακωχή του Μούδρου το 1918, ενώ η υποδοχή του πίσω στην πρωτεύουσα της Ιωνίας ήταν παλλαϊκή.
Κατά τα έτη 1919 έως 1922, οπότε και η περιοχή της Σμύρνης βρισκόταν υπό Ελληνική Διοίκηση, ο Χρυσόστομος αποτελούσε τον εθνάρχη του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Μάλιστα ήταν ο εμπνευστής της «Μικρασιατικής Άμυνας», για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους, σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού.
Η κατάρρευση του Μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922 απογοήτευσε τον Χρυσόστομο, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του Ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία, ενώ ταυτόχρονα ζητούσε έντονα από την Ελληνική Κυβέρνηση τρόπους, έως την ύστατη ώρα, για τη διάσωση του Ελληνισμού από την επερχόμενη σφαγή.
Μαρτύριο
Παρά τις προτάσεις που του έγιναν να αποχωρήσει ασφαλής από τη Σμύρνη καθώς το μέτωπο κατέρρεε, ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιό του. Χαρακτηριστική είναι η απάντησή του στον Αμερικανό Πρόξενο, Τζωρτζ Χόρτον, ο οποίος στις 27 Αυγούστου 1922 έστειλε άγημα για να τον διασώσει. «Είμαι ποιμένας και οφείλω να μείνω κοντά στο ποίμνιό μου».
Την ίδια μέρα, λίγα λεπτά αργότερα ένοπλοι στρατιώτες, μετέβησαν στα γραφεία της Μητρόπολης και οδήγησαν τον Χρυσόστομο στον Τούρκο στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν Πασά, μαζί με τους Έλληνες Δημογέροντες της Σμύρνης Γεώργιο Κλιμάνογλου και Νικόλαο Τσουρούκτσογλου.
Εκεί ο Τούρκος διοικητής τον κατηγόρησε για τη φιλελληνική του στάση και τις ενέργειές του εναντίον του τουρκικού έθνους και αφού τον εξύβρισε, τον παρέδωσε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο, που είχε κατακλύσει την πλατεία του Διοικητηρίου. Πρώτοι δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους οι δύο Δημογέροντες Γεώργιος Κλιμάνογλου και Νικόλαος Τσουρουκτσόγλου.
Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε βρίσκοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο, στις 27 Αυγούστου 1922.
Ανακήρυξη Αγίου
Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο ως Ιερομάρτυρα. Η μνήμη του «Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ Αγίων Αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή» εορτάζεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Προστάτης Άγιος
Ο Χρυσόστομος έχει καθιερωθεί ως ο προστάτης άγιος των Μικρασιατών. Επίσης καθιερώθηκε ως ο προστάτης άγιος του αθλητισμού και της γυμναστικής, καθώς ως πρωτοπόρος για την εποχή του, πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη της άθλησης των νέων και τη δημιουργία αθλητικών – γυμναστικών εγκαταστάσεων, σχολείων και γηπέδων”.